γδέρνω

γδέρνω
(Μ γδέρνω)
1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα
2. (για μέλη τού σώματος) τραυματίζω
νεοελλ.
1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω
2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά
3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ
4. (για φυτά) ξεφλουδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ. εκδέρω «γδέρνω», κατ' αναλογικό μεταπλασμό προς άλλα ρήματα σε -νω (πρβλ. και δέρνω, φέρνω κ.ά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γδέρνω — γδέρνω, έγδαρα βλ. πίν. 118 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γδέρνω — έγδαρα, γδάρθηκα, γδαρμένος 1. αφαιρώ το δέρμα ζώου: Έγδαρε το αγριογούρουνο που σκότωσε στο κυνήγι. 2. γρατσουνίζω, προκαλώ εκδορές: Έπεσε κι έγδαρε το χέρι της. 3. ξεφλουδίζω δέντρο. 4. μτφ., εξαντλώ οικονομικά κάποιον, αισχροκερδώ: Τον έγδαραν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογδέρνω — γδέρνω κάτι καλά …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • ασκοδορώ — ἀσκοδορῶ ( έω) (Α) γδέρνω κάποιον ζωντανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + δέρω «γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδέρω — (Α) 1. αφαιρώ δέρμα, γδέρνω 2. παθ. καταδέρομαι υπόκειμαι σε εκβιασμό, εκβιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέρω «γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • περιδέρω — Α γδέρνω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δέρω «γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναδέρω — Α γδέρνω κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέρω «γδέρνω, ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκδέρω — Α γδέρνω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκδέρω «αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”